17.3.11

Αλέκος Φασιανός: Η πόλη μας δίχως χρώμα




Eχει τη ματιά μικρού παιδιού, ερευνητική και ανήσυχη, που παρατηρεί γύρω του τον παραλογισμό και δεν διστάζει να φωνάξει... ο βασιλιάς είναι γυμνός. Οπου βασιλιάς όλοι εμείς, η κοινωνία με τις στρεβλώσεις της, η Αθήνα που αργοσβήνει...

Μιλά σιγά και χωρίς εντυπωσιακές χειρονομίες. Οι «ήρωες» των έργων του που μας περιβάλλουν σιγούν. Εχουν δώσει τον λόγο στον δημιουργό τους. Στον καναπέ του σπιτιού του, ξεκινάμε τη νοερή βόλτα μας στην πόλη, τη δική του «πολύτροπο» Μούσα. Η Αθήνα, η καθημερινότητα, οι άνθρωποί της.

«Πηγαίνω πάντα στην αγορά. Πηγαίνω από συνήθεια στην οδό Αθηνάς. Μου αρέσει το εμπορικό κέντρο. Να βλέπω τον κόσμο να κινείται, να πουλά, είναι κάτι μαγικό».
Τον ρωτώ αυθόρμητα αν περπατά στην πόλη. Με κατακεραυνώνει... ακαριαία: «Πώς να πάω; Να πετάξω; Το περπάτημα στις μέρες μας θεωρείται κάτι αφύσικο. Κι όμως, κάποτε τα παιδιά περπατούσαν χιλιόμετρα για να πάνε στο σχολείο τους». Περπατά κι αναπολεί τις μαρμάρινες πλάκες των πεζοδρομίων της Αθήνας, παχιές κάπου δέκα εκατοστά, περισσεύματα από τα λατομεία της Πεντέλης. «Ο πολιτισμός μιας πόλης είναι τα πεζοδρόμιά της. Γιατί τα καταστρέψαμε; Δεν μπορείς πια να περπατήσεις. Από τη μία αυτές οι απαίσιες πλάκες που έχουν τοποθετήσει, από την άλλη τα περίπτερα που έχουν γίνει σούπερ μάρκετ, τρύπες, σίδερα. Πέφτεις και σκοτώνεσαι!».
Η βρωμιά της πόλης τον εξοργίζει. Δίκαια. Ο δρόμος του τον φέρνει συχνά από τον Κεραμεικό. «Δίπλα στις γραμμές του τρένου σκουπίδια, πεταμένα στρώματα. Βρωμιά παντού. Οι δήμαρχοι μόνο ξέρουν να λένε ότι θα φτιάξουν παιδικές χαρές. Κάποτε τα παιδιά δεν χρειάζονταν παιδικές χαρές, κυκλοφορούσαν με ασφάλεια, έκαναν εκδρομές...».
Μιλά για τους μετανάστες που έχουν κατακλύσει το κέντρο της Αθήνας, που στοιβάζονται σε γλίσχρα δωμάτια, που εκβιάζουν τον οίκτο και το ευρώ μας «καθαρίζοντας» τα τζάμια των αυτοκινήτων μας ή μεταμορφώνονται σε πλανόδιους πωλητές που ρίχνουν τον τζίρο των εμπορικών καταστημάτων. «Φταίμε εμείς που έγιναν απειλή, γιατί τους επιτρέψαμε να έρθουν στη χώρα μας χωρίς πρόγραμμα», λέει.
Η εικόνα των ναρκομανών στο κέντρο της πόλης τον συγκλονίζει: «Προχθές ήμουν στην πλατεία Κλαυθμώνος. Κάποιος "καρφωνόταν" μπροστά στον κόσμο. Κανείς δεν είπε τίποτα».
Καυτηριάζει την απουσία της πολιτείας, αναζητά έναν Τζουλιάνι "τον Νεοϋορκέζο δήμαρχο" που θα μπορεί να τη μεταμορφώσει.
Από το σήμερα στο χθες. Οι εικόνες από το παρελθόν βάλσαμο στην ψυχή του. Γεννήθηκε σε ένα σπίτι δίπλα στον ναό των Αγίων Αποστόλων στην Πλάκα, όπου ιερέας ήταν ο παππούς του. «Επαιζα μες στην εκκλησία και πήγαινα πίσω από το ιερό, που ήταν κούφιο. Νόμιζα ότι κατοικούσε ο Θεός εκεί. Τα είχα καλά με τον Θεό, μια και ο παππούς μου ήταν... αντιπρόσωπός του». Το χιούμορ του... αττικό άλας.
Μιλά για τους Τρίτωνες της Πλάκας, θαμμένοι τότε μέχρι το στήθος στη γη. «Θαρρούσαμε ότι ήταν γίγαντες και τρέχαμε να μη μας πιάσουν. Τώρα τους έχουν αποκαλύψει. Δεν είναι το ίδιο πράγμα». Λόγω των αρχαιολογικών ανασκαφών, η οικογένεια μετακομίζει στο Θησείο και στη συνέχεια στην Ομόνοια, στην πλατεία Βάθη. «Γιατί καταστρέψανε την Ομόνοια; Γιατί ξήλωσαν τα σιντριβάνια της;», αναρωτιέται.
«Ζωγραφίζει» και εικόνες φωτεινές. «Από τα τρία ποτάμια της Αθήνας μόνο ο Ηριδανός έχει απομείνει. Τον Ιλισό και τον Κηφισό τούς έκαναν βόθρους και τους σκέπασαν. Αν πας, όμως, στον Κεραμεικό, υπάρχει ένα μικρό ποταμάκι με πρασινάδα κι ένα γεφυράκι, σκέτη ομορφιά».
Τον ρωτώ με τι χρώματα θα έβαφε την Αθήνα, αν σκέφτεται με χρώματα την ώρα που περπατά. «Αλλο τι κάνω στη ζωγραφική. Οταν περπατώ έξω, προσπαθώ να αποφύγω τα αυτοκίνητα, να μην συγκρουστώ με τους πεζούς και να πάω γρήγορα στη δουλειά μου», απαντά.
Παρατηρώ τους πίνακες γύρω. Το έργο του Αλέκου Φασιανού το διατρέχει μια ελληνοπρέπεια, μια ελληνικότητα. «Γεννιέσαι σε αυτόν τον τόπο, πλένεσαι με τα ίδια νερά, βλέπεις τον ίδιο ήλιο να ανατέλλει κάθε φορά, το ίδιο φως. Γίνεσαι Ελληνας. Τη γλώσσα, το κλίμα, το φως που υπάρχει στην Ελλάδα, δεν μπορείς να τα βρεις αλλού. Νοέμβρης μήνας και έχει φως, αυτό γεννά μιαν ελπίδα μέσα μας».
Τη χρειαζόμαστε αυτή την ελπίδα στους δύσκολους καιρούς που ζούμε. Πώς, όμως, φτάσαμε ως εδώ; «Απορώ και εγώ. Αυτό δεν μας το είπε κανείς και είναι ύποπτο. Ολο λένε ότι φταίει ο προηγούμενος, αλλά δεν μας λένε τι ακριβώς έγινε».
Ωστόσο, καταγράφει ευκρινώς τα συμπτώματα που οδήγησαν τον ασθενή σε... κώμα. «Επαιρναν δάνεια οι Ελληνες από τις τράπεζες για γιορτές και διακοπές και δεν σκέφτονταν πώς θα τα πληρώσουν. Τον χάζεψαν τον κόσμο κι αντί να κάνει οικονομία έβγαζε 100 και ξόδευε 150. Η οικονομία είναι σοφία. Να είσαι οικονόμος, όχι τσιγκούνης». Καυτηριάζει τον υπερκαταναλωτισμό μας: «Ο κάθε φτωχός που έμενε σε μια παράγκα ήθελε να έχει και μια Μερσεντές». Αναγνωρίζει ότι στην εποχή μας οι αποστάσεις έχουν εκμηδενιστεί κι έτσι ακολουθούμε εύκολα τις... μόδες. «Χτίζουν μεζονέτες στο βουνό και βάζουν γκαζόν. Δεν βλέπουν τα θυμάρια και τα δεντρολίβανα που φυτρώνουν παραδίπλα, παρά παιδεύονται με συστήματα αυτόματου ποτίσματος. Φυτρώνει στην έρημο γκαζόν;».
Αλλαξαν οι συνήθειές μας και όσα μας κάνουν να αισθανόμαστε ευτυχισμένοι και κοινωνικά δικαιωμένοι... κοστίζουν. «Παλιότερα έπαιρνες ένα λεωφορείο από το Ζάππειο και σε είκοσι λεπτά ήσουν στη Βούλα για μπάνιο. Δεν είχαμε αυτήν τη μανία με τις ξαπλώστρες. Στρώναμε ένα σεντόνι, μια πετσέτα και ψάχναμε μια παραλία για να είμαστε μονάχοι μας. Τώρα πάμε όπου είναι οργανωμένα, να φάμε, να πιούμε και να απλωθούμε. Το καλοκαίρι στα νησιά μαζεύονται όλοι στο ίδιο σημείο. Νομίζουν ότι είναι δυστυχία να είσαι μόνος. Ομως στη μοναξιά μιλάς με τον εαυτό σου, με την ψυχή σου. Κανείς πια δεν μιλά με την ψυχή του».
Μπορεί να μην είναι η πρώτη φορά που οι Ελληνες αντιμετωπίζουν μια δύσκολη συγκυρία, αλλά τον ανησυχεί το γεγονός ότι δεν υπάρχει κοινωνικό όραμα, συλλογικότητα. «Μετά την Κατοχή ο κόσμος δεν είχε λεφτά, αλλά είχε την επιθυμία να τα φτιάξει όλα από την αρχή. Είχαμε σπουδαίους ανθρώπους όπως ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Ελύτης. Σήμερα κυριαρχεί η απογοήτευση. Ο κόσμος δεν πιστεύει σε τίποτα, φοβάται γιατί βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη στο ναδίρ». Επιρρίπτει την ευθύνη στην πολιτεία για την απουσία παιδείας: «Να μπορείς να σκέφτεσαι για να μην μπορεί κανείς να σε παρασύρει».
Σωτηρία και ελπίδα
Σχολιάζει τις πρόσφατες περιφερειακές και αυτοδιοικητικές εκλογές και μιλά για τον θυμό του κόσμου που δεν πήγε στις κάλπες να ψηφίσει: «Το μόνο μέλημα των κομμάτων είναι να εκλεγούν, να έχουν την εξουσία. Γι’ αυτό και δεν πήγε κανείς να ψηφίσει. Δεν το βλέπουν αυτό; Χαίρονται που βγήκαν; Εγώ θα λυπόμουν».
Και ο ίδιος; «Οι καλλιτέχνες μπορούν να ζήσουν και με το τίποτα. Ετσι κι αλλιώς είμαι άνθρωπος της Κατοχής. Τότε δεν είχαμε τίποτα, αλλά δεν ήμουν δυστυχής, γιατί έτσι ήταν η ζωή. Ισως αυτό που βιώνουμε να είναι φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Επειτα από μια ασύδοτη ευμάρεια, να πρέπει να μπουν τα πράγματα σε τάξη. Βέβαια, είναι δύσκολο γιατί γίνεται απότομα». Ολοι βγήκαμε χαμένοι από αυτήν την ιστορία. «Τι θα πει παλιά και νέα γενιά;», αντιτείνει στο επιχείρημα ότι οι νέοι μεγαλώνουν χωρίς ελπίδα. Ωστόσο, υπάρχει... φως στο βάθος του τούνελ; «Εσείς προσπαθείτε πάντα οι καλλιτέχνες να σας δώσουν μια λύση, να βρεθεί ένας σωτήρας. Πάντα υπάρχει ελπίδα, ακόμη κι όταν φτάσουμε στο χείλος του γκρεμού. Ομως μόνος σου σώζεσαι. Πρέπει να φτιάξεις τον κόσμο τον δικό σου». Συμβολικός ο λόγος του. Δεν είναι απαραίτητο η βοήθεια να έρθει «από έξω», γιατί όπως λέει: «Ο καθένας είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει, αλλά είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του».
Τον ρωτώ για τα σχέδιά του. «Ζωγραφίζω», απαντά μονολεκτικά και έπειτα από μια μικρή παύση προσθέτει: «Ζωγραφίζω κι όταν βρεθεί κάποιος που να με θέλει, πηγαίνω. Αν δεν με θέλουν, δεν πάω. Οπως έλεγε κι ο Χριστός στους μαθητές του, αν πάτε σε μία πόλη που δεν σας θέλουν, να τινάζετε και τη σκόνη από τα παπούτσια σας και να φεύγετε».
Κρατώ τη συμβουλή του για φρέσκα φασόλια, ρεβίθια και φακές εγχώριας παραγωγής που πουλούν στην οδό Ευριπίδου. «Από εκεί παίρνεις και βράζουν, ενώ τα τυποποιημένα των σούπερ μάρκετ όχι μόνο δεν βράζουν, αλλά σου λένε ότι κρατάνε και τρία χρόνια, ενώ τα όσπρια κανονικά κρατάνε έναν χρόνο».
Μας ξεπροβοδίζει λέγοντας: «Γράψ' τα όπως στα είπα και τα είδες. Μην τα ωραιοποιήσεις». Τι να γράψω; Οτι μας... έβγαλε το λάδι για ένα φωτογραφικό στιγμιότυπο, γιατί δεν του αρέσουν αυτά; Το γράφω κι αυτό! ¦
Ο πολιτισμός μιας πόλης είναι τα πεζοδρόμιά της. Γιατί τα καταστρέψαμε; Από τη μία οι απαίσιες πλάκες, από την άλλη τα περίπτερα που έγιναν σούπερ μάρκετ».


Λίτσα Τότσκα

Πηγή: www.ethnos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου